Published on February 18th, 2023 | by paggaiorama
0Το Ποδοχώρι των Προσφύγων
Σχεδόν ένα αιώνα πίσω μας μεταφέρει η Σοφία Τσίγκου με το άρθρο της “Το Ποδοχώρι των Προσφύγων” στο φύλλο 22, της εφημερίδας ”ΜΝΗΜΗ”, του Συλλόγου Μικρασιατών του Ν. Καβάλας .
Μικρασιάτισσα πρόσφυγας τρίτης γενιάς, η Σοφία Τσίγκου, γεννημένη στην Καβάλα, το γένος Τσολακίδη, με καταγωγή από το Ποδοχώρι, είναι γραμματέας του Συλλόγου Μικρασιατών του Ν. Καβάλας και με το άρθρο της αυτό συμπληρώνει ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ της ιστορίας του χωριού μας.
Θα συμφωνήσουμε απόλυτα μαζί της πως “είναι ευλογία που υπάρχουν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που θυμούνται και κρατούν στο σεντούκι της καρδιάς τους τις “προίκες” από τις πατρίδες της καρδιάς τους”.
Το Ποδοχώρι των Προσφύγων
Το Ποδοχώρι βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Ν. Καβάλας, στην επαρχία Παγγαίου, και οφείλει μάλλον το όνομα του στη θέση του, καθώς είναι χτισμένο στους πρόποδες του όρους Παγγαίου.
Από το 1919 ήταν έδρα της ομώνυμης κοινότητας, η οποία αποτελούνταν από το Ποδοχώρι (τότε Ποδογόριανη) και το Κοκκινοχώρι (Σαρλή). Σήμερα ανήκει στο Δήμο Ελευθερούπολης.
Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή στο Ποδοχώρι κατοικούσαν ντόπιοι, περίπου 700 άτομα, αλλά και πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι άρχισαν να φεύγουν το 1923. Μετά την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, στο χωριό εγκαταστάθηκαν 115 προσφυγικές οικογένειες, με 390 άτομα. Στην απογραφή του 1928 το Ποδοχώρι είχε 1.066 κατοίκους, εκ των οποίων 432 ήταν πρόσφυγες.
Το 1923 άρχισαν να έρχονται οι Θρακιώτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν πρώτα στο Τσιφλίκ, μία περιοχή λίγο πριν τον σημερινό Πλατανότοπο. Από αυτούς τέσσερις οικογένειες (Χαριτίδη, Γιαβάση, Τσαβδαρίδη, Τσομπανίδη) ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο Ποδοχώρι, στον πάνω μαχαλά. Στο χωριό ήρθαν επίσης πρόσφυγες από το Πασάκιοϊ, οικισμό που βρίσκεται στη ασιατική πλευρά της περιφέρειας της Κωσταντινούπολης. Οι περισσότεροι Πασάκιολήδες έφτασαν στην Πέραμο και επειδή είχαν ζώα στην πατρίδα, που τα πούλησαν πριν φύγουν, θέλησαν ένα μέρος που να είχε βουνό για να βόσκουν τα κοπάδια κι έτσι έγινε η επιλογή του Ποδοχωρίου.
Μια ιστορία πλανάται στους Πασάκιολήδες για την αδελφή της γιαγιάς Ανίς (Αναστασίας) την Μαϊντέ (Μαγδαληνής) που αγάπησε Τούρκο στο Πασάκιοϊ. Όταν έφευγαν από κει παρακαλούσε την μάνα της να φύγουν μαζί κι ο Τούρκος θα αλλαξοπιστήσει, μα η μάνα σκληρή φώναζε “αραμπατζή χτύπα το καμιτσίκι, χτύπα το να φύγουμε”. Κι η τελευταία εικόνα από την πατρίδα ήταν να φεύγει ο αραμπάς με την οικογένεια και η κόρη να σπαράζει, μα τον Τούρκο δεν τον άφησε. Από τους πρώτους αυτούς πρόσφυγες, αρκετοί εγκαταστάθηκαν σε τουρκικά σπίτια (κάποια όμως πρόλαβαν και τα αγόρασαν ντόπιοι).Τελευταίοι ήρθαν οι Καππαδόκες, με την Ανταλλαγή.
Η πορεία τους από την Καππαδοκία σκληρή (“πως ήρθαμε, πως ήρθαμε, αμάν αμάν αμάν”), με αραμπάδες, οι πιο τυχεροί με τα μικρά παιδιά επάνω σκεπασμένα με κιλίμια και μπατανίες, οι μεγάλοι περπατώντας, άλλοι με τα πόδια κρατώντας μπόγους με τα πολύτιμα της ζωής τους, πώς άραγε να διαλέξει κανείς τα απαραίτητα της καθημερινότητας ή της καρδιάς.
Η θεία Άννα θυμάται τη μαμά της να λέει πως έφευγαν με καμήλες, γιατί ο παππούς της ήταν καμηλιέρης και μετέφερε πραμάτειες από διάφορα μέρη της Τουρκίας στην Καππαδοκία και μάλιστα στη Νίγδη που είχε μαγαζί με τις καμήλες του έφερνε τα εμπορεύματα.
Με πλοίο τους κατέβασαν στη Θεσσαλονίκη στο Χαρμάνκιοϊ (Διαβατά). Εκεί τους μοίρασαν σε χωριά όπου υπήρχαν Τούρκοι και έτσι περίπου 110 οικογένειες από το Ουλούαγατς και το Κουτσάαγατς, χωριά της Νίγδης, ήρθαν στο Ποδοχώρι.
Τους Καππαδόκες τους πήγαν πρώτα στο σχολείο του πάνω χωριού, το οποίο κάηκε αργότερα και κτίστηκε καινούριο στη μέση του χωριού για να μπορούν να πηγαίνουν εύκολα και οι ντόπιοι και οι πρόσφυγες. Στο παλιό σχολείο έμειναν αρκετό καιρό. Η γιαγιά Αλεξάνδρα θυμάται ότι έφτασαν άνοιξη και τα κορίτσια βοήθησαν στο μπούρλιασμα των καπνών, είχανε πιάσει, λέει, κι ένα σκαντζόχοιρο, τον πείραζαν με ένα ξύλο εκείνος πήγαινε πέρα δώθε και τα μικρά φώναζαν “χορεύει, χορεύει”.
Τότε υπήρχε μόνο το πάνω χωριό, σπίτια δεν υπήρχαν διαθέσιμα κι έτσι αργότερα τους εγκατέστησαν σε τσαντίρια στον κάτω μαχαλά, στο “συνοικισμό”, όπως τον έλεγαν. Και άρχισε ο αγώνας τους για τη στέγαση της οικογένειας. Προσπάθησαν κάπως να οργανωθούν, δημιουργώντας μια επιτροπή εποικισμού στην οποία συμμετείχε ο Δημήτριος Γκαϊρέτογλου, ο Στέφανος Κεϊσογλου και ο Μωυσής Τσολακίδης, αδελφός της γιαγιάς μου. Τότε έγιναν και πολλοί γάμοι, ειδικά τις προσφυγοπούλες από 15 χρονών τις έδιναν, γιατί οι νέοι που γίνονταν αρχηγοί οικογενειών έπαιρναν δικό τους κλήρο.
Τριάντα στρέμματα στον κάμπο για να τα καλλιεργήσουν και επιπλέον ένα κομμάτι γης για να κτίσουν σπίτι. Τα υλικά για την οικοδόμησηέφταναν με καράβι στο Ορφάνι και από εκεί με άλογα μεταφερόταν η ξυλεία στο Ποδοχώρι. Τα σπίτια τους τα φτιάχνανε με πλίνθια και άχυρα. Έβαζαν δοκάρια, τους, τους τσατμάδες, έδεναν ξυλάκια μικρά στη σειρά, τα γέμιζαν με λάσπηκαι άχυρα και μετά τα σοβάντιζαν. Ενα με δύο καμαράκια στην αρχή και ζούσε όλη μαζί η οικογένεια.
Απαραίτητο στοιχείο στο προσφυγόσπιτο κάθε καραμανλίδικης οικογένειας ήταν το ταντούρ, θερμάστρα του σπιτιού αλλά και φούρνος ταυτόχρονα, μια συνήθεια που έφεραν οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία.
Στο πάτωμα του δωματίου, συνήθως στο κέντρο, έσκαβαν ένα μεγάλο λάκκο περίπου ένα μέτρο και έχωναν μέσα το ταντούρ. Αυτό το έφτιαχναν, τουλάχιστον στο Ποδοχώρι, ανακατεύοντας κόκκινο χώμα με νερό και ψιλό άχυρο. Το ζύμωναν καλά, δύο – τρία δάχτυλα χοντρό, κάπως κωνικό, φαρδύ από κάτω και στενότερο επάνω, και το άφηναν να στεγνώσει. Λόγω του μεγάλου βάρους χρειάζονταν δυο – τρεις άνδρες για να το παραχώσουν στη γη, γεμίζοντας γύρω – γύρω την τρύπα με χώμα.
Στο ταντούρ έβαζαν κάρβουνα και άναβαν φωτιά, η οποία διατηρούνταν με τον αέρα που έβγαινε από μία πλαϊνή λοξή τρύπα. Από πάνω έβαζαν μια μεγάλη πέτρινη πλάκα και το σκέπαζαν. Μέσα ψήνανε το ψωμί και τα φαγητά τους, βάζοντας τα σε πήλινα κιούπια. Κι ήταν τόσο νόστιμη η φασολάδα της γιαγιάς Λοξάν, θυμάται η θεία μου!
Μα και χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας ήταν.
Τις κρύες μέρες του χειμώνα έστρωναν πάνω στο πέτρινο καπάκι το πάπλωμα ή τα υφαντά και τα κιλίμια και καθόταν όλοι επάνω του για να ζεσταθούν. Και σαν κορίτσια τι κεντήματα και τι κοριτσίστικα κουτσομπολιά δεν κάναμε πάνω από το ταντούρ, θυμάται η γιαγιά Μαρίκα…Οι Καππαδόκες, κλασικοί Ανατολίτες, υπομονετικοί, νοικοκύρηδες, εργατικοί μα και δραστήριοι, στέριωσαν στον καινούριο τόπο, τον έκαναν δικό τους, κράτησαν όμως και τα έθιμα και τον πολιτισμό που έφεραν από την πατρίδα τους.
Κι έτσι συνέχισε η ζωή στο Ποδοχώρι, με μια νοητή γραμμή να χωρίζει το πάνω χωριό με τους ντόπιους και το κάτω χωριό, το συνοικισμό, με τους τουρκόφωνους Καραμανλήδες.
Ακόμη και σήμερα νιώθεις πως πλανάται αυτός ο διαχωρισμός. Η εκκλησία του χωριού κοινή για όλους, ο Άγιος Γεώργιος, που ήταν χτισμένη από παλιά στο πάνω χωριό, εκεί όπου λένε ότι είχε βρεθεί η εικόνα του Αγίου. Στην αρχή γάμους μεταξύ τους ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν, ίσως ο κυριότερος λόγος να ήταν η γλώσσα. Απ’ ό,τι ξέρω ο πρώτος που έγινε, παρά τις αντιδράσεις των πεθερών, ήταν του θείου Θανάση, ανιψιού της γιαγιάς μου, με την θεία Μαριγούλα, ντόπια από το πάνω χωριό.
Στις 7-9-1925 ιερέας του Ποδοχωρίου αναφέρει με έγγραφο του στο Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως ότι «ανοίχθηκε το ζήτημα το προσφυγικόν, όπου ήθελαν να κάμουν συνοικισμόν κάτω εις το καφενείον και οι άνθρωποι κάθε μέρα και κάθε Κυριακήν είχαν μαλώματα με τους πρόσφυγας…» (Γ.Α.Κ. – Αρχεία Ν. Καβάλας, Αρχείο Ι.Μ. Ελενθερουπόλεως, 1907-1957)·
Και απλώθηκαν καινούρια ακούσματα στο χωριό και η χαρά εκφράστηκε με χορούς αλλιώτικους που τους χόρευαν με κεριά μα και κουτάλια. Κι όταν είχε καινούριο φεγγάρι, πρωτόγνωρο αυτό για τους ντόπιους Ποδοχωριανούς, οι Καππαδόκες το γιόρταζαν ανάβοντας φωτιές και χτυπώντας νταούλια, ντέφια και ταψιά. Το καλωσόριζαν για να τους φέρει την χαρά.
Όπως μου είπαν, ήταν και μια γιαγιά που πάντα αυτές τις βραδιές τραγουδούσε τούρκικα και έπαιζε ντέφι. Όλοι την φώναζαν Ντεφτσί και λίγοι θυμούνται πως το όνομα της ήταν Κορνηλία.
Κάποιο άλλο έθιμο του Ποδοχωρίου, που κανείς δεν θυμάται πόσο παλιά ξεκίνησε, είναι το ποδάριασμα, το λεγόμενο ποδαρικό, που γίνεται στην αρχή της χρονιάς.
Με νταούλια και ζουρνάδες και χορεύοντας πατινάδες, καρσιλαμάδες και συρτά, πήγαιναν στα σπίτια και φτάνοντας κοντά κυλούσαν μια βαριά πέτρα με το συμβολισμό: “όσο βαριά είναι αυτή, έτσι να είναι και τα δεμάτια με τα καπνά και τα σιτάρια”. Η πέτρα έμπαινε δίπλα στο τζάκι και παράλληλα έριχναν στη φωτιά αλάτι και έλεγαν ευχές.
Ενενήντα τέσσερα χρόνια τώρα, μετρούν της προσφυγιάς τους κτύπους σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, με τους πρωταγωνιστές του δράματος να έχουν φύγει και είναι ευλογία που υπάρχουν ακόμη κάποιοι άνθρωποι που θυμούνται και κρατούν στο σεντούκι της καρδιά τους τις «προίκες» από τις πατρίδες της καρδιάς μας.