Published on May 9th, 2022 | by paggaiorama
0Πολύ δυνατό το νέο βιβλίο του Θόδωρου Γρηγοριάδη…
Όπως αναφέρει σε σημείωμά του ο Παγγαιορείτης στην καταγωγή (Παλαιοχώρι) συγραφέας Θόδωρος Γρηγοριάδης:
“Η καινούργια μου συλλογή διηγημάτων, «Η νοσταλγία της απώλειας», είναι η τέταρτη στη σειρά από το 1990. Συγκροτείται από είκοσι επτά αδημοσίευτα πεζά κείμενα και τέσσερα δημοσιευμένα.
Καθώς η παρόρμηση και η έμπνευση προέκυψε στο διάστημα της καραντίνας, εκμεταλλεύτηκα τις μεταπτώσεις μου και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όχι όμως για να περιγράψω τις δύσκολες μέρες του (αυστηρού) εγκλεισμού, αλλά για να φέρω στην επιφάνεια ή να σκεφτώ όσα δεν είχα γράψει τα προηγούμενα χρόνια.
Χρονολογικά ξεκινάνε από τη δεκαετία του εβδομήντα και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Το υλικό αυτό υπήρχε σε σημειωματάρια, σε προσχέδια ή σε ημιτελή μορφή. Παρέμενε στην αφάνεια είτε από αναποφασιστικότητα είτε γιατί δεν μπορούσε να βρει την πεζογραφική του ολοκλήρωση. Κάποιες ιστορίες είχαν υποστεί μιαν εσωτερική λογοκρισία, σε κάποιες άλλες σκεφτόμουν ότι το φανέρωμά τους ενδεχομένως να ενέπλεκε ορισμένα πραγματικά πρόσωπα. Όμως η μυθοπλαστική πλευρά πάντα υπερισχύει όταν έρχεται η στιγμή της γραφής. Τα περιστατικά και οι άνθρωποι μεταμορφώνονται και έτσι, μέσα στην καραντίνα, ενισχύθηκε η βούληση και τόλμη μου να τα ολοκληρώσω.
Έγραφα τη μια ιστορία μετά την άλλη και έβλεπα ότι όλα όσα είχα γράψει σχημάτιζαν τρεις κύκλους με βάση τον τόπο, τον χρόνο και το θέμα που παρέμενε σταθερό: η απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων ζωής. Απώλεια της μνήμης, του έρωτα, της επικοινωνίας. Και ταυτόχρονα μια νοσταλγία όχι μόνον για εκείνα που χάθηκαν αλλά για την ίδια την έννοια της απώλειας.
Έτσι προέκυψε ο τίτλος του πρώτου κύκλου. Ο δεύτερος ωστόσο, “Η ανάμνηση των παθημάτων”, μιλούσε για χαμένες καταστάσεις αλλά με περισσότερο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ο πρώτος κύκλος είναι βορειοελλαδίτικος και θρακιώτικος, ο δεύτερος έχει πολλές διηγήσεις από τις μέρες μου στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών και στο Πήλιο, ενώ με τον τρίτο κύκλο, που λέγεται “Περαστικοί στον νέο κόσμο”, κατέρχομαι οριστικά στον νότο και στην Αθήνα. Περιφέρομαι αφηγηματικά στα στενά του Νέου Κόσμου, της τελευταίας δεκαετίας, πριν αρχίσει η μεταμόρφωση της περιοχής σε μια trendy εκδοχή της Στέγης. Είναι ο “νέος κόσμος” των προσφύγων, των Ρωσοπόντιων, των Αράβων, των ανώνυμων ανθρώπων που ζούσαν πάντα εκεί. Το βιβλίο όμως ολοκληρώνεται με έναν επίλογο, “Ο θόρυβος των χρωμάτων”, μία sci-fi αφήγηση.
Από διήγηση σε διήγηση, πέρα από το κεντρικό θέμα κάθε κύκλου, δίνονται διάσπαρτα στοιχεία που σχηματίζουν μια αποσπασματική προσωπική ιστορία, λιγότερο αυτοβιογραφική και περισσότερο αυτομυθοπλαστική του συγγραφέα που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Κατά πόσον αυτές οι διηγήσεις είναι αληθινές δεν έχει σημασία· το βιβλίο παραμένει μια μυθοπλασία. Όμως για μένα αποτελεί μια θαρραλέα λογοτεχνική χειρονομία πέρα από τις επιταγές και τις εκδοτικές τάσεις της εποχής καθώς συνεχίζει και συνοψίζει τα τριάντα δύο χρόνια της συγγραφικής μου πορείας.
Στο άγνωστο θηρίο*
Στη Μεταμόρφωση καθόταν στην ίδια θέση, κρατώντας σημειώσεις. Ανέλυσα το κείμενο, διάβασα συνεπαρμένος αποσπάσματα· οι δυο αδελφές, η Νανά και η Νανίτα, σφούγγιζαν με χαρτομάντιλα τα δάκρυά τους όσο προχωρούσε η μεταμόρφωση του Γκρέγκορ σε κατσαρίδα. Μόνον εκείνος καθόταν ατάραχος, έγραφε, ανασηκώνοντας για λίγο το κεφάλι του, λες και ήξερε τι θα ακούσει. Στο τέλος ακολούθησαν αρκετές ερωτήσεις, επικεντρωθήκαμε στον κοινωνικό αποκλεισμό, στη μεταμόρφωση του διαφορετικού που ελλοχεύει μέσα στον καθένα μας. Στο άγνωστο θηρίο.
Και τότε εκείνος ταρακουνήθηκε στην καρέκλα του, κλείνοντας το τετράδιο απότομα. Η λέξη “θηρίο” τον αναστάτωσε. Η φράντζα του έπεσε απειλητικά στο μέτωπο, μου φάνηκε να ιδρώνει. Σήκωσε το χέρι του.
“Παρακαλώ” του έδωσα τον λόγο.
“Το θέμα του Κάφκα είναι αλληγορικό” είπε. “Θα προτιμούσα να ακούσω μια ιστορία αληθινής μεταμόρφωσης. Στο τέλος συμπάσχουμε με τον Γκρέγκορ αλλά δεν φοβόμαστε, γιατί ξέρουμε ότι κανείς μας δεν κινδυνεύει να γίνει κατσαρίδα. Αντίθετα, μια κατσαρίδα κινδυνεύει να την πατήσουμε, όσο και να φαίνεται άτρωτη. Να τη λιώσουμε”.
Κι έλιωσε τη λέξη στο σκοτεινό λαρύγγι του.
Κανείς δεν ανταπάντησε, κανείς δεν τον γνώριζε, κάποια κεφάλια γύρισαν να τον δουν. Εγώ ήμουν σίγουρος ότι δεν θα είχα καλά ξεμπερδέματα. Τελειώνοντας, μπήκα στην τουαλέτα και, ενώ έπλενα τα χέρια μου, εισέβαλε κι αυτός.
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Η νοσταλγία της απώλειας»