Published on December 27th, 2023 | by paggaiorama
0Βασίλης Καρράς: Ο Αϊ-Βασίλης των φτωχών
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ
Πόνος, θλίψη και ένα τεράστιο «γιατί;» πλανιέται απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο, από την Κυριακή το απόγευμα, όταν έγινε γνωστή η δυσάρεστη είδηση του θανάτου του λαϊκού βάρδου, Βασίλη Καρρά.
- Από τους Νίκο Νικόλιζα και Ηλία Μαραβέγια
Το φτωχόπαιδο από το Κοκκινόχωρι Καβάλας, που αγαπήθηκε όσο λίγοι Ελληνες καλλιτέχνες, δεν άντεξε στην άνιση μάχη που έδινε με τον καρκίνο, με αποτέλεσμα να φύγει σε ηλικία 70 ετών. Μια μάχη που έμελλε να χάσει ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα λαϊκά ινδάλματα που έβγαλε η Ελλάδα.
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως ο άρχοντας της πίστας δεν θα ανέβει ξανά να τραγουδήσει τις τεράστιες επιτυχίες του, με τις οποίες μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Ολοι πίστευαν πως ο Βασίλης Καρράς, ο «Μπίλαρος», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, θα άντεχε.
Η «Espresso» από την πρώτη στιγμή, εδώ και ενάμιση χρόνο που έγινε γνωστή η είδηση της ασθένειας του Βασίλη Καρρά, με ευαισθησία απέναντι στον ίδιο αλλά και στην οικογένειά του, κάλυψε το θέμα. Ακόμα και τον περασμένο Οκτώβριο, όταν έμαθε την εισαγωγή του στο Διαβαλκανικό Κέντρο και την κρισιμότητα της κατάστασής του, πρώτη θέλησε να πληροφορήσει με ειλικρίνεια το κοινό που τον λατρεύει εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο ίδιος, άλλωστε, γνώριζε τα πάντα και πολεμούσε σαν λιοντάρι.
Η τραγική είδηση του θανάτου του, παραμονή των Χριστουγέννων, σαν αστραπή έφτασε σε όλα τα μήκη και πλάτη στα οποία υπάρχει Ελληνισμός, κάνοντας όλους τους απανταχού Ελληνες να δακρύσουν. Ελληνες από κάθε γωνιά της χώρας αλλά και του εξωτερικού βρέθηκαν χθες στη Θεσσαλονίκη στο λαϊκό προσκύνημα για να αποτίσουν φόρο τιμής σε έναν από τους πιο γνήσιους λαϊκού τραγουδιστές. Σε έναν ερμηνευτή που ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες του, αλλά και από πόσο χαμηλά άρχισε. Είναι, μάλιστα, τόσο μεγάλος ο θαυμασμός για το πρόσωπο του Βασίλη Καρρά, που η είδηση έγινε viral σε όλα τα social media με χιλιάδες άρθρα να διαβάζονται ξανά και ξανά. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, που ταύτισαν τον θάνατο του Βασίλη Καρρά με εκείνη του Στέλιου Καζαντζίδη.
Ωστόσο, στο πρόσωπο του Βασίλη Καρρά όλοι είδαν έναν δικό τους άνθρωπο. Eναν δικό τους ταπεινό άνθρωπο που όχι απλά τραγουδούσε και ξεσήκωνε τα πλήθη, αλλά με μια μοναδική μυστικοπάθεια βοηθούσε εκατοντάδες πολίτες που δεν είχαν τα προς το ζην. Με τον θάνατο του Καρρά ήρθαν στο φως και μερικές απίστευτες φιλανθρωπίες που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, με αποτέλεσμα να τον αγαπήσουν ακόμα περισσότερο οι θαυμαστές του.
Η «Espresso» σήμερα φέρνει στο φως όσα κατάφερε να εκμαιεύσει από ανθρώπους που γνώριζαν τη μεγάλη καρδιά του και όσα προσέφερε. Σύμφωνα με όσα μας ανέφερε στενός του συνεργάτης, πριν από αρκετά χρόνια ο Βασίλης Καρράς δούλευε στον Διογένη στη Θεσσαλονίκη. Κάθε βράδυ ουρές ο κόσμος για να τον ακούσει και να απολαύσει τις μεγάλες του επιτυχίες.
Ενα από τα βράδια εκείνα μια μαυροφορεμένη γυναίκα μπαίνει μέσα στο κέντρο. Ζητάει τον Βασίλη Καρρά, όμως οι άνθρωποι του κέντρου ευγενικά της αναφέρουν πως δεν μπορεί να τον δει γιατί τραγουδάει. Η γυναίκα υπομονετικά περιμένει μέχρι να τελειώσει το πρόγραμμά του. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και ενώ βγαίνει από το μαγαζί, τον πλησιάζει και του λέει το μεγάλο της οικονομικό πρόβλημα. Ο φιλεύσπλαχνος Καρράς τής δίνει το τηλέφωνό του και εκείνη του τηλεφωνεί.
Υστερα από μερικές εβδομάδες ο σπουδαίος καλλιτέχνης άνοιξε στη μαυροφορεμένη άπορη γυναίκα περίπτερο απέναντι ακριβώς από το κέντρο του, για να το δουλέψει μαζί με την αδερφή της. Ετσι, όσα χρόνια ο Καρράς εμφανιζόταν στο κέντρο και οι ουρές από θαμώνες πήγαιναν για να τον απολαύσουν, οι δύο γυναίκες έκαναν ένα πολύ καλό κομπόδεμα και μέχρι σήμερα πίνουν νερό στ’ όνομά του.
Ο ίδιος είχε ζητήσει επανειλημμένα από τις δύο γυναίκες να μην πουν πουθενά γι’ αυτή την πράξη του. Ο ίδιος στενός του συνεργάτης μας ανέφερε και άλλη μια μοναδική πράξη που είχε κάνει για να σώσει το μάτι ενός μικρού παιδιού που έπρεπε να κάνει επέμβαση στο εξωτερικό.
Οταν ο μεγάλος τραγουδιστής έμαθε για το πρόβλημα υγείας, έδωσε στον συνεργάτη του εντολή να κινηθεί μυστικά χωρίς να το μάθει κανείς. Μέσα σε ένα φάκελο έβαλε περίπου 20.000 ευρώ, τα οποία τα έδωσε στην οικογένεια για να χειρουργηθεί το μικρό παιδί. Μέχρι σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές η οικογένεια του μικρού παιδιού δεν γνωρίζει ποιος έστειλε τα χρήματα για την εγχείρηση.
Λίγες ώρες πριν από το χθεσινό λαϊκό προσκύνημα στη Θεσσαλονίκη και ένα εικοσιτετράωρο προτού το χώμα του Κοκκινοχωρίου Καβάλας τον σκεπάσει, η «Espresso» συνομίλησε με κατοίκους του χωριού για τις φιλανθρωπίες του μεγάλου Ελληνα καλλιτέχνη.
Με λυγμούς, η θεία του Μαρία Κεσογλίδου μίλησε στην εφημερίδα μας, λέγοντας: «Ο Βασίλης ήταν το πιο καλό παιδί που έβγαλε το χωριό μας. Δεν υπήρχε φτωχή οικογένεια, άνθρωποι που είχαν προβλήματα με το ρεύμα και με την Εφορία και να μην τους έδωσε χρήματα. Εδώ στο χωριό μας είναι κοινό μυστικό πόσο μας βοήθησε. Ερχόταν χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι, βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη και μετά έφευγε ξανά για να πάει να τραγουδήσει στα μεγάλα κέντρα. Δεν ξέρω πόσο εύκολα θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τον χαμό του. Ακόμα και σήμερα πολλοί συγχωριανοί του πίνουν νερό στο όνομά του».
Λίγα λεπτά αργότερα και ο Αναστάσιος Κεσογλίδης και η σύζυγός του Μαρία, οι οποίοι έχουν μακρινή συγγένεια με τον μεγάλο τραγουδιστή, θέλησαν να μιλήσουν στην «Espresso» για όσα ήξεραν για τη μεγάλη του καρδιά: «Ο Βασίλης δεν θα ήθελε να πούμε για όσα έχει προσφέρει. Ομως είναι αλήθεια. Ο Βασίλης αγαπούσε τόσο πολύ το χωριουδάκι μας, που το έφτιαξε όλο εκείνος. Εκείνος μας έφτιαξε την πλατεία του χωριού, εκείνος τα πεζοδρόμια, εκείνος μας έκανε συναυλίες για να συγκεντρώσουν χρήματα τα σχολεία του χωριού και να πάνε εκδρομές. Ολα εκείνος τα έκανε εδώ στο χωριό μας. Νιώθουμε ένα τεράστιο κενό τώρα που φεύγει. Δεν θέλω να σας πω για το πόσες οικογένειες φτωχές βοηθούσε και με χρήματα αλλά και με τα προϊόντα του. Γέμιζε φορτηγά και τα πήγαινε σε φτωχές οικογένειες».
Χθες κατά το λαϊκό προσκύνημα, φίλοι και συνεργάτες του Βασίλη Καρρά που συνεργάζονταν εδώ και χρόνια μαζί του (γνωστά ονόματα του χώρου) μας ανέφεραν πως εδώ και χρόνια ο ίδιος ήταν αρωγός στον σύλλογο παιδιών με νεοπλασματική ασθένεια, γι’ αυτό και η οικογένειά του ζήτησε αντί στεφάνων τα χρήματα να πάνε σε αυτό τον σύλλογο. Οι ίδιοι άνθρωποι μας μετέφεραν και τη μεγάλη δωρεά που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες σε μεγάλο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, με την παράκληση στους γιατρούς να μην μαθευτεί η μεγάλη δωρεά του.
Τέλος, ρίγη συγκίνησης προκάλεσαν τα λόγια του Μάνου Ξυδούς, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου ανέφερε ένα άγνωστο περιστατικό, δείχνοντας πόσο μεγάλη καρδιά είχε: «Ηρθαν τρία άτομα από το σύλλογο παιδιών της Βέροιας με προβλήματα για να μιλήσουν για μια συναυλία που θα συγκέντρωναν χρήματα. Τους άκουσε και στο τέλος τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα ήταν ευχαριστημένοι από τα έσοδα της συναυλίας. Τα παιδιά θα ήταν ευχαριστημένα με 300.000 δραχμές. Τότε εκείνος φωνάζει έναν συνεργάτη του, τον Λέλεκα, και του λέει “κόψε ένα χαρτί”. Οταν λέμε “ένα χαρτί” εννοούμε 1.000.000. Εδωσε την επιταγή στο παιδί και είπε “αν μάθει κανείς τίποτα, θα σου κόψω το λαρύγγι”».
Φαινόμενο με μυθιστορηματική ζωή
Το «φαινόμενο» του λαϊκού πενταγράμμου «δεν πάει πουθενά, εδώ θα μείνει». Ο Βασίλης Καρράς, ο οποίος θα ζει για πάντα στις καρδιές των χιλιάδων θαυμαστών του, είχε μια μυθιστορηματική ζωή. Ο παππούς και η γιαγιά του ήταν Πόντιοι από την Κερασούντα και μετακόμισαν στη Μυτιλήνη μετά την Καταστροφή του 1922. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Καβάλας και κατόπιν μετακινήθηκαν προς το βουνό, σε ένα μικρό χωριό, το Κοκκινοχώρι. Εκεί γεννήθηκε το 1953 ο Βασίλης Κεσογλίδης, που έμελλε να εξελιχθεί μελλοντικά στον αστέρα Βασίλη Καρρά, κάνοντας μια ολόκληρη Ελλάδα, «απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο», να τραγουδά τις επιτυχίες του.
Οταν έγινε 9 χρονών, οι γονείς του μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, αφού στο χωριό τα έφερναν πλέον δύσκολα βόλτα. Ομως και τα χρόνια που ακολούθησαν στη συμπρωτεύουσα δεν ήταν εύκολα. Η οικογένεια μεγάλωσε, με τον Βασίλη ν’ αποκτά δυο αδέλφια, τον Δαμιανό και την Αναστασία. Εμεναν τότε όλοι μαζί μεταξύ Εύοσμου και Ηλιούπολης, μια περιοχή όπου βρίσκονταν τα πρώτα προσφυγικά σπίτια. Η μητέρα του δούλευε ως καθαρίστρια και ο πατέρας του ως οικοδόμος. Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν ατελείωτος, αλλά ο Βασίλης, αισιόδοξος από τη φύση του, χαμογελούσε πάντα. Στα 13 του απέκτησε το πρώτο του ποδήλατο και κάπως έτσι άρχισαν οι βόλτες μέσα στις λάσπες και τις πέτρες. Μαζί με την μπάλα, που λάτρευε από πιτσιρίκος, ήταν τότε η καθημερινότητά του. Εκείνη την περίοδο ο Βασίλης Καρράς έκανε και τις πιο σημαντικές φιλίες της ζωής του. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που έκανε παρέα τότε παρέμειναν φίλοι του μέχρι το τέλος.
∆εν τον τρόμαζε η δουλειά
Μετά κόπων και βασάνων κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Παράλληλα δούλευε κιόλας. Τη μια βοηθούσε σ’ ένα συνεργείο και την άλλη πουλούσε κουλούρια στην πλατεία του Βαρδάρη και τον κυνηγούσαν οι χωροφύλακες. Γενικά έκανε πολλές δουλειές, και όλες ήταν δύσκολες. Εκείνος όμως δεν το σκεφτόταν αυτό, ούτε η δουλειά τον τρόμαζε. Και τα προλάβαινε όλα. Τότε ήθελε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Ετσι, με το που τέλειωσε το σχολείο, γράφτηκε στον Δημόκριτο, ένα νυχτερινό τεχνικό λύκειο. Δυστυχώς η χαρά του κόπηκε απότομα. Είχε μόλις κλείσει τα 16 του χρόνια όταν έχασε τον πατέρα του. Ολη η οικογένεια έμεινε μετέωρη. Τότε άρχισε ο πραγματικός αγώνας δρόμου για τον Βασίλη. Καθημερινά έπρεπε να πηγαίνει την Αναστασία στο άσυλο θηλέων στις 7 η ώρα το πρωί, στη συνέχεια πήγαινε στο συνεργείο, έκανε ένα διάλειμμα το μεσημέρι για να παραλάβει την αδελφή του από το σχολείο και να την πάει σπίτι και αμέσως μετά έφευγε «σφαίρα» για το νυχτερινό γυμνάσιο.
Από τότε ο Καρράς έμαθε να μην κοιμάται πολύ, τρεις με τέσσερις ώρες κάθε βράδυ τού ήταν αρκετές. Αυτή η κατάσταση κράτησε σχεδόν μέχρι την αποφοίτησή του, όταν εντελώς ξαφνικά μπήκε στη ζωή του το τραγούδι και για λίγους μήνες δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο του. Ωστόσο η μανία του να ασχολείται με μηχανές και κατσαβίδια δεν έσβησε ποτέ, αφού, όπως συνήθιζε να λέει, ήταν κάτι που τον ξεκούραζε. Τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι τα έκανε σε ένα ταβερνάκι στον Εύοσμο. Το 1971, όταν είχε γίνει πια 18 χρονών, του προτάθηκε να τραγουδάει κάθε Σαββατοκύριακο σ’ ένα καλύτερο μαγαζί. Εκεί έλεγε τα πάντα: από δημοτικά και ποντιακά τραγούδια μέχρι λαϊκά, που ήταν και η αδυναμία του καθότι μεγάλος θαυμαστής του Στέλιου Καζαντζίδη.
Η συνεργασία του με τους επιχειρηματίες ήταν άψογη, αλλά κάποια στιγμή τον κάλεσε η μαμά πατρίδα. Υπηρέτησε στο Ναυτικό, πρώτα στο «Παλάσκα-Κανελλόπουλο» και στη συνέχεια σε ένα ναρκοθετικό, το «Ακτιον». Αμέσως μετά το τέλος της θητείας του έπιασε δουλειά στον Φαίδωνα, ένα μαγαζί όπου όμως τα λαϊκά τραγούδια απαγορεύονταν, αφού ήταν η περίοδος της Μεταπολίτευσης και ο κόσμος «διψούσε» για τα επαναστατικά του Θεοδωράκη. Ο Βασίλης όμως είχε μέσα του το λαϊκό τραγούδι και άντεξε μόνο μια βδομάδα. Στη συνέχεια μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι της οικογένειάς του. Εκεί έπιασε πάλι δουλειά σε ταβερνάκια, συνδυάζοντας τα με την εργασία του στο συνεργείο, ενώ για μια περίοδο εργάστηκε και στο μηχανοστάσιο του ΟΣΕ.
Πάνω που τα οικονομικά του πήγαιναν να στρώσουν, έγινε η επιστράτευση. Επί 104 ημέρες βρισκόταν σε ένα αντιτορπιλικό και έκανε περιπολίες στο Αιγαίο με το δάχτυλο στη σκανδάλη, περνώντας δίπλα από τα παράλια της Τουρκίας. Υστερα από την απόλυσή του χρειάστηκε να αρχίσει πάλι τη ζωή του απ’ την αρχή. Πλέον όμως είχε πεισμώσει. Και ρίσκαρε! Αφησε τα ταβερνάκια κι έπιασε δουλειά στα παραλιακά κέντρα της Καλαμαριάς. Το νυχτοκάματο ήταν βέβαια μικρότερο, όμως η ελπίδα ότι εκεί θα γνώριζε κόσμο που θα τον βοηθούσε στη δουλειά του τον έκανε να μην το βάλει κάτω. Με τον καιρό άφησε τελείως το συνεργείο και κάποια στιγμή αποφάσισε να φτιάξει τη βαλίτσα του και να περιοδεύσει στην επαρχία, μένοντας συνολικά περίπου εννέα χρόνια μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα του Βορρά, στις αρχές των 80s, μπήκε στη δισκογραφία.
Τους πρώτους του δίσκους τούς έκανε με την εταιρία Vasipap, με έδρα την πόλη του, καταφέρνοντας σταδιακά να τραβήξει τον ενδιαφέρον του κόσμου. Ο πρώτος του δίσκος πούλησε 1.000 αντίτυπα, ο δεύτερος 2.500, ο τρίτος 4.000. Ο κόσμος είχε αρχίσει να τον μαθαίνει. Το 1983 κυκλοφόρησε ο δίσκος του «Γιατί να χωριστούμε», που έκανε πάταγο στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν ακούστηκε παραέξω. Ακολούθησαν κι άλλες επιτυχίες, όπως «Κάτω τα χέρια» και βέβαια η «Νύχτα ξελογιάστρα». Τότε ο Βασίλης έκανε μια μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Αυτή η «βόλτα», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος, κράτησε δυόμισι χρόνια και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Αυτό ήταν! Ο τραγουδιστής είχε μπει πια στην τελική ευθεία της καταξίωσης.
Απογειώθηκε η καριέρα του
Στις αρχές του ’90 ήρθε στην Αθήνα αρχίζοντας live εμφανίσεις στο Νέο Στορκ στην Πατησίων. Λίγους μήνες αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με τη Minos και αμέσως μετά βρέθηκε στο κέντρο Posidonio, όπου απογειώθηκε η καριέρα του! Με τη Minos ο Βασίλης Καρράς έκανε τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες του. «Λέγε ό,τι θες», «Δεν πάω πουθενά», «Πώς τολμάς», «Χρέωσέ το σε μένα», «Φταις εσύ», «Τηλεφώνησέ μου». Ο δίσκος του «Μ’ έχεις κάνει αλήτη», που κυκλοφόρησε το 1997 με την υπογραφή του Μιχάλη Ρακιντζή, σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων, ξεπερνώντας τα 180.000 αντίτυπα. Ο Βασίλης Καρράς έχει συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, μεταξύ των οποίων οι Δέσποινα Βανδή, Πυξ Λαξ, Νατάσα Θεοδωρίδου, Κωνσταντίνα, Τόλης Βοσκόπουλος, Παντελής Παντελίδης, Καίτη Γαρμπή, Αντζελα Δημητρίου, Πάολα.
Ο Βασίλης Καρράς ήταν πληθωρικός πάνω στη σκηνή, ωστόσο προτιμούσε να εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια του και κρατούσε την προσωπική του ζωή μακριά από τα φλας. Ηταν παντρεμένος επί 45 χρόνια με τη Χριστίνα, με την οποία γνωρίστηκαν σε μια ντισκοτέκ και ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. «Εγώ παντρεμένος γεννήθηκα. Στα 18 μου γνώρισα τη γυναίκα μου και στα 20 παντρεύτηκα. Γυναίκα τη λέω. Ετσι φώναζε κι ο πατέρας μου τη μάνα μου. Στην οικογένειά μου κρατάμε τις παραδόσεις» είχε πει παλιά σε συνέντευξή του. Με τη Χριστίνα απέκτησαν την κόρη τους Ειρήνη, από την οποία πήρε το όνομά του και το «Χωριό της Ειρήνης», που δημιούργησε ο καλλιτέχνης στη Χαλκιδική.