ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Published on June 22nd, 2024 | by paggaiorama

0

«Θεός σχωρέσ’ τους, ας είναι συχωρεμένοι»

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

«Θεός σχωρέσ’ τους, ας είναι συχωρεμένοι, θεός σχωρέσ’ τους»

Ψυχών σήμερα, Ψυχοσάββατο, ίσως το μεγαλύτερο του έτους μετά την χάρη που πήραν οι ψυχές και γύριζαν για 50 ημέρες στον απάνω κόσμο μία μία επιστρέφουν στα σκοτάδια του κάτω κόσμου.

Με πιάσανε λοιπόν οι μεταφυσικές μου ανησυχίες και το ξημέρωμα με βρήκε στο πληκτρολόγιο νά γράφω.” Η μάνα έφτιαξε τα κόλλυβα.

Ζύμωσε και τα παξιμάδια, να φάνε οι ψυχές να μην πεινάνε μνήμη.

Το εξέταζε πολύ γιατί κάθε που αργούσε να τους δώσει, ερχόντουσαν, λέει, στον ύπνο της και ζήταγαν ψωμί.

Τ’ άλλο πρωί ανάστατη μονολογούσε.

«Γυρεύανε απόψε πάλι».’

Εκοψε από τα παλιά τετράδια ένα χαρτί. ‘

Εκανε το σταυρό ψηλά κι άρχιζε η παρέλαση των ονομάτων, με σεβαστή σειρά.

Μ’ έβαζε να γράψω τους γονιούς. Πρώτα τους άνδρες. Αριστείδου ,Μελπομένης , Γεωργίου, Ευρυδίκης …..και τώρα ήρθε ή ώρα να γράψω τα δικά σας μάνα ….Κυριακου , Δεσποίνης…. και να τα’ι’σω τόν κόσμο για το σχώριο σας.

«Αϊ κι η ξαδέρφη και η θειά που δεν τους μελετάει κανένας», είπε. «Δεν πήγανε ποτέ οι αχαΐρευτοι ν’ ανάψουνε καντήλι, μήτε τρισάγιο έκαμαν. Βάλε και την Αγγελική και τον Νίκο τον ψηλό τον Πορνίκογλου, άτεκνοι ήταν ποιός να τους μνημονέψει αααα και τον Γιάννη μην ξεχάσω .

Τον μπάρμπα Θόδωρο μπροστά. Διάβασ’ τα πάλι να τ’ ακούσω».

Με σάπισες ρε μάνα ,ψέλλιζα. Γέμισε το μικρό πανέρι με τα κολυβα και τ’ αφράτα παξιμάδια.

Το σκέπασε με το λευκό σεμέν, τα πήρε παραμάσχαλα η μάνα μέχρι το κοιμητήριο κι εκεί, τα στοίχισε πλάι στο σωρό. Άσπρισε το τσιμέντο γυρω απο το μνήμα του παππού και της γιαγιάς.

Στήν εκκλησία στο χάλκινο δοχείο με την άμμο μέσα, κεράκια μπήγονταν και αμέσως, πριν να προλάβει η φλόγα να σταθεί, τα άρπαζε γοργά η εκκλησάρισσα κι άναβε τα καινούργια.

Πού να τελειώσουν! Πολλές ψυχές. Έδωσε το χαρτί στον πατερ Αποστολο , εφυγε κι αυτος, παρέα με το κέρμα.

Δίχως αυτό ούτε ψαλμός μήτε και προσκλητήριο.Όλα τα σπίτια ήταν στα μνηματα το Ψυχοσάββατο. Ψίθυροι, πηγαδάκια, σχόλια. Για τον παπά, για τα ψυχούδια, για τις απουσίες. Σιγά κι αθόρυβα γέμισε ο περίβολος με πρόσωπα απ’ ολη την πολη .

Ήξεραν τέτοιες ώρες πως θα καταφθάσουν για να χορτάσουνε ψωμί και στάρι. Δίσεκτα χρόνια κείνα και η ανέχεια θέριζε. Άλλοι χόρταιναν εκειδά, άλλοι τα παίρνανε στα σπίτια, κόβοντας με τα πόδια , πού περίσσια χρήματα για το λεωφορείο.

Ο Μαθιός απο τα Πεντακόσια, θεριό ως εκεί πάνω, και ο Γιώργος ο Πλοκάμας όπως τόν έλεγε ολη η πόλη περίμεναν στην άκρη να τελειώσουν οι ψαλμοί. Ν’ αρχίσει το συχώριο.

Τα μάτια τους γεμίσανε ψυχούδια νόστιμα και το σιτάρι να μοσκοβολάει ρόδι, καρύδια, αμύγδαλα και ζάχαρη πού ‘χε αποστάξει όλη της τη γλύκα.

Σαν άρχισε η μοιρασιά, το καραβάνι πέρναγε και γέμιζαν τα χέρια. Άκουγες έναν ήχο χαμηλό που άπλωνε σαν θυμιατό στα μνήματα.

«Θεός σχωρέσ’ τους, ας είναι συχωρεμένοι, θεός σχωρέσ’ τους».


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑