ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Published on June 24th, 2025 | by paggaiorama

0

Του Αη Γιάννη του Κλήδονα!

ΠΑΛΙΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟ

Μέσα στην χαλαρότητα της ημέρας, πλάι στο κύμα με το σουσουρητό της θάλασσας να γαργαλάει το ακουστικό μου νεύρο φέρνοντας με στον προθάλαμο του ύπνου, μου ήρθε κατά νου ότι σήμερα είναι η ημέρα της φωτιάς!!!!

«Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές…

Του Αϊ-Γιάννη… Αχ, πόσα ξέρεις και μου λες…

Αχ, πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες,που ’χουν πεθάνει…»

Το τραγουδούσε ο λαϊκός μας βάρδος Δημήτρης Μητροπάνος.

Οι περισσότεροι δεν ξέραμε τι έλεγε.Οι περισσότεροι ακόμη δεν ξέρουν!!!!!24 Ιουνίου — του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα.

Έτσι τον έλεγαν οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας.

Άλλοι τον έλεγαν «Αϊ-Γιάννη του Ριγανά», γιατί τέτοιες μέρες ξεκινούσε η συλλογή της ρίγανης.Από νωρίς το απόγευμα, ένα τσούρμο παιδιά στην οδό Ανδρούτσου, στη γειτονιά της Αγίας Βαρβάρας, βαλθήκαμε να καθαρίσουμε τη γειτονιά από ξερόχορτα και ξερά κλαδιά απ’ τις αυλές και τους κήπους.

(Η γειτονιά τότε είχε μόνο μονοκατοικίες. Μία απ’ αυτές ήταν και το πατρικό μας σπίτι.)

Μονοκατοικίες τότε στην οδό Ανδρούτσου.

Σπίτια με αυλές, με κήπους, δενδροφυτεμένες αυλές.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την τεράστια αμυγδαλιά στην αυλή της θείας Αλεξάνδρας.

Έδινε απλόχερα τους καρπούς και τη σκιά της.Θεία Αλεξάνδρα… Έτσι τη φώναζα.Ήταν Εσθονή. Την είχε γνωρίσει ο κυρ-Τάκης στην εξορία, στη Γερμανία.

Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν και απέκτησαν δυο κορίτσια: τη Μόρφω και τη μικρή, την Αννούλα.

Με την Αννούλα μεγαλώσαμε μαζί.

Μου έκανε τη ζωή δύσκολη, με τυραννούσε… αλλά μετά με αγκάλιαζε και με ηρεμούσε απ’ το κλάμα.

Σ’ αυτήν την αυλή μεγάλωσα.

Και στη δική μας.

Η αυλή του πατρικού μας μπορεί να μην είχε πολλά δέντρα —μόνο μια κληματαριά, που μας χάριζε τη σκιά της, και μια συκιά.

Θυμάμαι τη μάνα μου να τραβά με το μπαστούνι τα κλαδιά και να κόβει σύκα. Ποτέ δε μου άρεσαν τα σύκα…Αλλά για τον Κλήδονα μιλούσα.

Μαζέψαμε λοιπόν δύο κουμούλες με ξερά χόρτα και κλαδιά και τις βάλαμε σε απόσταση δυο-τριών μέτρων μεταξύ τους. Περιμέναμε να σκοτεινιάσει.

Ήταν, θυμάμαι, το ’72.

Οι ώρες περνούσαν, το σκοτάδι έπεσε, και μια φωνή ακούστηκε: «Ελάτεεεε! Ο κυρ-Τάσος ήρθε να ανάψει τις φωτιές!»

Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά.Ο κυρ-Τάσος άναψε.

Κι αρχίσαμε ένας-ένας να πηδάμε τις φωτιές, με αντριοσύνη. Καμένοι από τα ξερά, χωρίς βλεφαρίδες, χωρίς μαλλιά.

Οι φωτιές όλο και φούντωναν.

Τις ταΐζαμε κι εμείς, να φτάσουν ψηλά, να ακουμπήσουν τ’ ουρανού τα πόδια.

Μα… ακριβώς από πάνω περνούσαν τα καλώδια του ηλεκτροφωτισμού. Και τσακ!

Έσβησαν τα φώτα. Η γειτονιά βυθίστηκε στο σκοτάδι.— «Ωχ», είπα. «Της χρονιάς μας θα τ’ ακούσουμε πάλι…»Ήρθε το συνεργείο της ΔΕΗ λίγο αργότερα, αποκατέστησαν τη βλάβη, αλλά από τότε…

Ο Κλήδονας καταργήθηκε στη γειτονιά.Άρχισε η ανοικοδόμηση. Σώθηκαν τα κλαδάκια και τα ξερόχορτα —εξαφανίστηκαν.Απαγόρευσαν και οι γονείς το έθιμο.Βλέπεις, γεμίζαμε πολυκατοικίες.

Πάει κι η αμυγδαλιά στον κήπο της θείας Αλεξάνδρας.

«Τι να τις κάνεις τις φωτιές; Δεν μπορούμε άλλο ν’ ανάβουμε…» έλεγε ο κυρ-Χρήστος την επόμενη χρονιά.

Έτσι έμελλε να είναι η τελευταία φορά που η γειτονιά μας άναψε φωτιές για το έθιμο.

Πριν μερικά χρόνια, βρέθηκα τυχαία σ’ ένα ορεινό χωριό του Πηλίου. Εκεί, οι ντόπιοι διατηρούσαν ακόμη το έθιμο.

Στάθηκα σε μια άκρη, με τη φωτιά να φέγγει το πρόσωπό μου.

Αμίλητος, ξετύλιγα το κουβάρι των αναμνήσεων…Οδός Ανδρούτσου και Ομήρου, γωνία.

Καλησπέρα, καλησπέρα.


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑