Παγγαίο – το χρυσορόδινο βουνό
Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Είχα πρωτανέβει στο Παγγαίο καλοκαίρι του ’96. Τότε είχα θέσει ως προτεραιότητα την κορυφή Τρικόρυφο ή Μάτι. Από κοντά και το ενδιαφέρον που είχα για τον θεό Διόνυσο, καθώς έλεγαν (οι πληροφορίες μου) ότι στην αρχαιότητα, εκεί επάνω, στην κορφή του Παγγαίου υπήρχαν κάποια ιερά αφιερωμένα στον θεό του κρασιού. Επίσης ότι εκεί ψηλά στην κορφή του βουνού ζούσε μια μάντισσα που έδινε μυστηριώδεις χρησμούς, με τη βοήθεια των Βησσών, ενός πανάρχαιου θρακικού φύλου προφητών της περιοχής.
Απογοητεύτηκα! Από τη διαδρομή, την ανάβαση και το θέαμα μιας κορυφής, στην οποία υπήρχαν διάσπαρτες κεραίες τηλεφωνίας, αλλά και λόγω του άγονου πετρώδους και αδιάφορου τοπίου. Χώρια που κοντά στην κορυφή έφτανε ένας κακοανοιγμένος δρόμος. Όλα αυτά με έκαναν να το ξεχάσω ως βουνό και να το διαγράψω από τη μνήμη μου.
Ανέβηκα σε παραπάνω από διακόσια βουνά, πολλά από αυτά ξανά και ξανά. Το Παγγαίο ήταν σα να μην υπήρχε πουθενά.
Πέρασαν τα ορειβατικά μου χρόνια με αλλεπάλληλες αναβάσεις, διαδρομές, και ανακαλύψεις ενός μυστήριου ορεινού πέπλου που σκέπαζε τη ζωή των κορυφών της Ελλάδας.
Μέχρι που το φθινόπωρο του 2004 πήρα την απόφαση να σκαρφαλώσω στην κορυφή του Πιλάφ Τεπέ, από τα νότια, μέσω της διαδρομής των άλλων καταφυγίων του Παγγαίου.
Τα μάτια μου δεν ήθελαν να ξαναδούν το Τρικόρυφο, την κοιλάδα του Χατζηγεωργίου και την απαράδεκτη εικόνα της κορυφής.
Γοητεύτηκα από το κορύφωμα του Πιλάφ Τεπέ, αλλά δεν μου έμεινε κάποια δυνατή εντύπωση, ώστε να εγγραφεί στο μητρώο της ορεινής κυκλοφορίας των διαδρομών.
*
Πέρσι τον Γενάρη αποφάσισα να ανέβω ώς το Δασικό Χωριό του Παγγαίου μ’ έναν φίλο από τη Δράμα και να ανηφορίσουμε προς την κοιλάδα του Καταφυγίου μήπως και αλλάξω γνώμη για το χρυσοφόρο βουνό.
Γιατί χρυσοφόρο; Πρώτα απ’ όλα γιατί το Παγγαίο ιστορικά είναι γνωστό για τα αρχαία του χρυσωρυχεία που τροφοδοτούσαν με χρυσό τις εκστρατείες του Φιλίππου του Β’, πατέρα του Μεγαλέξανδρου.
Έπειτα είναι και η μυθολογία. Που κρατάει ζωντανή τη σχέση που το δένει τόσο με τον Κάδμο, ο οποίος φέρεται να πρωτοανακάλυψε τα ορυχεία του χρυσού στην περιοχή, όσο και με τον Ορφέα, τον βίαιο θάνατο του οποίου η μυθολογία μας τον έχει παραπεταμένο.
Ο Γενάρης πέρσι κρατούσε πολλά χιόνια. Όση καλή προσπάθεια κι αν κατέβαλα, το χιόνι ήταν αποτρεπτικός παράγων για να συνεχίσω την πορεία μου προς τα Καταφύγια του βουνού. Έτσι γύρισα πίσω, δίχως κάτι το καινούργιο να σβήσει την παλιά «αμαρτία» του Παγγαίου.
*
Φέτος όμως το αποτόλμησα. Μια μέρα του Οκτώβρη, που ο κάμπος των Φιλίππων ήταν ηλιοσκεπής και η μέρα έδειχνε καλές προθέσεις για ανέβασμα στο βουνό, πήρα τον ίδιο φίλο από το Καλαμπάκι Δράμας με σκοπό να διασχίσουμε το Παγγαίο, από την κλασική διαδρομή.
Από την πεδιάδα των Φιλίππων πήραμε την κατεύθυνση προς τη Νικήσιανη. Παρακάμπτοντάς τη περάσαμε έξω από το Παλιοχώρι. Το όμορφο αυτό και παραδοσιακό χωριουδάκι του ανατολικού Παγγαίου έχει δυο εισόδους. Μπήκαμε από τη δεύτερη, αυτή που έρχεται από το Πράβι (Ελευθερούπολη).
Η έκπληξη ήταν πολύ δυνατή καθώς πήραμε ένα δρομάκι πραγματικά χρυσοστόλιστο από μια βλάστηση ιδανική για πρώιμο φθινόπωρο, ανηφορίζοντας με τα πόδια ώς την κορυφή του λόφου όπου είναι κτισμένο το εντυπωσιακό βυζαντινό Βρανόκαστρο. Τα σπίτια του χωριού διατηρούν το χρώμα της βαλκανοθωμανικής αισθητικής, ενώ συναρπαστική είναι η χαράδρα που το διασχίζει κατά μήκος του δρόμου που είναι στολισμένος κατάλληλα.
Πήραμε στη συνέχεια τον δρόμο για Ελευθερούπολη, έως ότου βγούμε στον εξόδιο προς το Παγγαίο δρόμο, λίγο μετά την ιστορική κωμόπολη.
Από εδώ αρχίζει μια συνεχής ανάβαση με απανωτές στροφές σε ημικατεστραμμένο ασφάλτινο δίκτυο που καταλήγει στην κοιλάδα όπου βρίσκεται το τελευταίο ορεινό Καταφύγιο του Χατζηγεωργίου.
Διασχίζει όμως εκπληκτικά δάση οξιάς, χάρη στα οποία το βουνό οι Καβαλιώτες αρέσκονται να το αποκαλούν «Πήλιο της Καβάλας».
Ως βουνό το Παγγαίο, διαπιστώνει κανείς ότι είναι ένα βουνό αυθεντικό. Στις τέσσερις πλευρές του κρύβει πολλά μονοπάτια και διαδρομές, αλλά και υπέροχα χωριουδάκια και πολύ σημαντικά μοναστήρια.
Το Παγγαίο είναι σχεδόν γεμάτο, ώς τις υποαλπικές του ζώνες, με οξιές, πλατάνια, δρύες αλλά και έλατα.
Ξεχωρίζει ιδιαίτερα για τις πολύ ενδιαφέρουσες ορειβατικές διαδρομές και τα ανέγγιχτα δάση του. Από τη νότια πλευρά πανέμορφο είναι το μονοπάτι της Αυλής που ανηφορίζει μέσα από πυκνά δάση ώς τα δυο πρώτα Καταφύγια. Από τη δυτική μεριά ξεχωρίζει το μονοπάτι του Ροδολίβους και από τη βόρεια το εντυπωσιακό της Εικοσιφοίνισσας. Εξίσου σημαντικό είναι και το μονοπάτι της Μεσορόπης, από τα νοτιοδυτικά, όπως και το μονοπάτι της Πρώτης από τα βορειοδυτικά.
Εμείς πήραμε τον στενό ασφάλτινο δρόμο, παρακάμπτοντας το μονοπάτι της Αυλής, για να προλάβουμε το φως που εκπέμπουν οι δυο αντιμέτωπες κορυφές του, στην κοιλάδα του Μεγάλου Καταφυγίου.
Αλλά πέσαμε σε βαριά ομίχλη. Μια ομίχλη που τα σκέπασε όλα, αφήνοντας μικρές μικρές εστίες φωτεινής διαρροής ίσα που να ξεχωρίζουμε τη μύτη μας.
Η μαγεία εκείνης της ατμόσφαιρας με την καταχνιά μέσα σε ένα σκηνικό άγριας φύσης δεν θα λησμονηθεί ποτέ. Γιατί;
Διότι μας πέρασε σε έναν άλλο κόσμο, μήτε σκοτεινό μήτε διαφανή. Μας αφηγήθηκε το πιο ωραίο ζωντανό παραμύθι της φύσης. Και διότι κατάργησε τις αποστάσεις της ύλης από το όνειρο με μαγικά ακροδάχτυλα.
Αφήνοντας πίσω μας αυτές τις μαγικές εικόνες του δάσους και της μεταφυσικής ομίχλης, βγήκαμε δειλά – δειλά από το σκηνικό της ποιητικής αλληγορίας, για να αναπνεύσουμε αέρα αλπικό κάτω από έναν παγωμένο διακαμό, μοναξιάς και φαντασίας.
Περάσαμε δυο μικρά καταφύγια στη στροφή ακριβώς του Χιονοδρομικού, τυλιγμένα στο σάλι της καταχνιάς και πήραμε τον περιφερειακό δρόμο για το τέρμα όλων των διαδρομών στο Καταφύγιο του Στέργιου Χατζηγεωργίου.
Τα γυμνά αλπικά τοπία διαδέχονταν το ένα το άλλο. Γεμάτος ο τόπος από βότανα, αγριολούλουδα, αγριομηλιές, τσάπουρνα, που μας έκαναν να ξεχνιόμαστε.
Εκεί πάνω πάθαμε ό,τι και οι συντρόφοι του Οδυσσέα, που δοκίμασαν τους λωτούς και λησμόνησαν τα πάντα.
Κάποτε φτάσαμε στο τέρμα του δρόμου. Αριστερά και πάνω σχηματιζόταν ένα πετρόσκαφτο μονοπάτι που καβατζάρισε τους δυο πρώτους γυμνούς λοφίσκους και έφτανε κάτω από την κορυφή Κοζνίτσα ή Μάτι, στα 1.956 μέτρα.
Μια κορφή που και σήμερα δυστυχώς είναι σκεπασμένη με κεραίες τηλεφωνίας και τηλεόρασης. Αποκαρδιωτικό θέαμα έως και απαράδεκτο για κορυφογραμμή ενός τέτοιου βουνού.
Από την άλλη μεριά της χαράδρας του Καταφυγίου υψωνόταν ο ευπρεπέστερος κώνος του Αυγού, του Πιλάφ Τεπέ, όπως έχει μείνει το όνομά του από τα οθωμανικά χρόνια.
Από την κοίτη της χαράδρας μέχρι την κορυφή (1.870 μέτρα) η απόσταση καλύπτεται από μια καθαρά ορειβατική ανάβαση μιας ώρας περίπου.
*
Το Παγγαίο δεν είναι αποσπασματικό βουνό. Εντέλει προσφέρει πολλές εναλλακτικές διαδρομές, εντυπώσεις και θεάματα. Χρειάζεται πολύ χρόνος για να το μάθεις και να το απολαύσεις με επάρκεια.
Οκτώβρης του ’25
πηγη: Παγγαίο – το χρυσορόδινο βουνό – e-thessalia.gr
