Ειδήσεις

Published on October 6th, 2025 | by paggaiorama

0

Μαζεύοντας κάστανα στο Παγγαίο

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

Φθινόπωρο.

Η εποχή που το βουνό αλλάζει ανάσα, που τα φύλλα γίνονται προσευχές και οι σιωπές γεμίζουν χρώμα.

Είναι η καλύτερη στιγμή για να περπατήσεις στο Παγγαίο· νωρίς, πριν ξυπνήσει ο ήλιος, με σακίδιο, μπατόν, δεμένα παπούτσια, την κάλτσα που ξέρει να προστατεύει, λίγες αλλαξιές, ένα δοχείο νερό — και μια λαχτάρα να ξανασμίξεις με το γνώριμο τοπίο.

«Μόνος θα πας;»Η φωνή πίσω μου είχε μέσα της φροντίδα και απορία.

«Κοίτα μη σε ψάχνω…»Χαμογέλασα. Έφυγα σιωπηλός.

Κουβαλούσα μαζί μου μια μικρή ανησυχία — τόσον καιρό είχα να πατήσω το αγαπημένο μου όρος.

Πάντα μοναχικός στις πορείες μου· είτε με το ποδήλατο είτε με τα πόδια. Οι κίνδυνοι υπάρχουν, βεβαίως — μα όποιος ξέρει να σέβεται το βουνό, το βουνό τον προστατεύει.

Ύστερα από σχεδόν πενήντα λεπτά, οι πρώτες καστανιές φάνηκαν στο βάθος σαν σκιά που φωτίζεται από μέσα. Πλησίασα — τα δέντρα φορτωμένα καρπό, μικρότερο φέτος, ίσως γιατί η γη δίψασε πολύ.

Μα ίσως η προχθεσινή βροχή να του δώσει λίγο ακόμα μέγεθος, λίγη ζωή πριν τη συγκομιδή που πλησιάζει.

Δεν άντεξα στον πειρασμό· έσκυψα, μάζεψα δυο-τρεις χούφτες από τα πιο γερά, τα πιο στρογγυλά. Τα φύλαξα στη σακούλα και τα έκρυψα στο σακίδιο, σαν μυστικό παιδικό θησαυρό.

Συνέχισα με ρυθμό σταθερό, άλλοτε ήρεμο κι άλλοτε γοργό.

Ο ιδρώτας έτρεχε χοντρός, δρόσος του κόπου, ξεκινώντας απ’ τον σβέρκο και κυλώντας αργά στη ράχη.

Μα όσο ανέβαινα, κάτι μέσα μου κατέβαινε σε βάθος — σαν να άδειαζε το μυαλό και να γέμιζε το είναι.

Άκουγα τα πουλιά, το θρόισμα των φύλλων, το απαλό βούισμα του ανέμου· και μέσα τους, άκουγα τη φωνή της φύσης. Μια φωνή χωρίς λόγια, αλλά γεμάτη νόημα.Ύστερα από τρεις ώρες πορείας, στάθηκα. Ολόκληρος, κι όμως άδειος — όπως μόνο η επαφή με το βουνό μπορεί να σε αδειάσει, για να σε ξαναγεμίσει.

Η ανταμοιβή; Ένα πιάτο με ψητά κάστανα — απλά, ταπεινά, ευλογημένα. Οι καρποί της γης που μας διδάσκουν πως ό,τι χαρίζεται απλόχερα, αξίζει να το δεχτείς με ευγνωμοσύνη.

Καθισμένος μπροστά στη φωτιά, κοιτούσα τον καπνό να ανεβαίνει αργά, να στροβιλίζεται και να χάνεται στο νυχτερινό αέρα. Μύριζε χώμα, φθινόπωρο και παρελθόν.

Κι εκεί, ανάμεσα στα κάστανα που έσκαγαν με ήχο μικρής έκρηξης, κατάλαβα πως το Παγγαίο δεν είναι μονάχα ένα βουνό· είναι ένας καθρέφτης.

Όποιος το ανεβαίνει, βλέπει μέσα του.

Και κάθε φορά που κατεβαίνει, αφήνει πίσω του κάτι — ίσως έναν φόβο, ίσως ένα βάρος, ίσως απλώς τη σκόνη του χρόνου.

Καλησπέρα ,και καλή εβδομάδα.


About the Author



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to Top ↑